κράνειον
English (LSJ)
τό, fruit of the cornel (κράνεια), Amphis 38, Anaxandr.41.54 (prob.), Thphr. HP 3.2.1: dat. pl. written κρανέοις ib.4.4.5:—later κράνιον, Gal.6.620, al. (pl.).
Greek Monolingual
κράνειον και κράνιον, και κράνεον, τὸ (Α)
ο καρπός της κρανιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά», με αλλαγή γένους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράνειον -ου, τό, Ion. κράνιον [κράνεια] kornoeljebes.