κρανιοθηρία

Greek Monolingual

η
(σε πρωτόγονους λαούς) το έθιμο της θήρας ανθρώπινων κεφαλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -θηρία (< -θηρῶ < -θήρας < θήρα), πρβλ. λαθροθηρία, φαλαινοθηρία].