κρατηρία

English (LSJ)

ἡ, κρατήρ, bowl for compounding drugs, etc., Dsc.4.150, Zos.Alch.p.234 B.

Greek Monolingual

κρατηρία, ἡ (Α) κρατήρ
δοχείο για ανάμιξη φαρμάκων και άλλων ουσιών.