κραυγμός

Greek Monolingual

κραυγμός, ὁ (Μ)
κραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραυγ- (πρβλ. κραυγή, κραυγάζω) + κατάλ. -μός (πρβλ. κρωγμός, στεναγ-μός)].

German (Pape)

ὁ, Sp. = κραυγή.