κραχ

Greek Monolingual

το
1. ραγδαία πτώση τών τιμών του χρηματιστηρίου, που προκαλείται από πανικό λόγω διαφόρων οικονομικών, δημοσιονομικών ή πολιτικών συμβάντων
2. πτώχευση μεγάλης επιχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Krach < γερμ. ρ. krachen «προκαλώ δυνατό θόρυβο». Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].