πτώχευση

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

και φτώχεψη, η, Ν
1. η κατάσταση εκείνου που έχει πτωχεύσει, χρεωκοπία, φαλιμέντο, φαλίρισμα
2. (νομ. -οικον.)
η νομική κατάσταση του εμπόρου ο οποίος αδυνατεί, μονίμως και ολοσχερώς, να ικανοποιήσει τους δανειστές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχεύω. Η λ., στον λόγιο τ. πτώχευσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].