κρεΐσκος

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κρέας, morsel of meat, Alex.189.

Greek (Liddell-Scott)

κρεΐσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κρέας, τεμάχιον κρέατος, τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4.

Greek Monolingual

κρεΐσκος, ὁ (Α)
κομμάτι κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ηγεμονίσκος, ναΐσκος)].