Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κρεατής
Greek Monolingual
-ιά, -ί 1. αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος 2.το ουδ. ως ουσ.το κρεατί τοχρώμα του κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ.<κρέας+ κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρώμα -ής (πρβλ. θαλασσής, κανελής)].