κανελής

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

και κανελλής, -ιά, -ί κανέλα
1. κανελόχρωμος, αυτός που έχει το χρώμα της κανέλας
2. το ουδ. ως ουσ. το κανελί
το χρώμα της κανέλας, ή απόχρωση της κανέλας.