κρεηδόκος
English (LSJ)
κρεηδόκον, = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. κρειοδόκος.
German (Pape)
= κρειοδόκος, ἐσχάρα, Philp. 13 (VI.101).
Russian (Dvoretsky)
κρεηδόκος: принимающий в себя, т. е. хранящий мясо (ἐσχάρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
κρεηδόκος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη- (βλ. κρεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντοδόκος, θυοδόκος.
Greek Monotonic
κρεηδόκος: και κρειο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει κρέας, σε Ανθ.