κρειοφάγος

English (LSJ)

f.l. for κριο-, Nic.Th.50.

Greek (Liddell-Scott)

κρειοφάγος: -ον, κρεοφάγος, σαρκοβόρος, Νικ. Θ. 50· ἴσως ἡμαρτημέν. ἀντὶ κριοφάγος (ὡς κρεῖος ἀντὶ κριός, ἴδε κριός).

Greek Monolingual

κρειοφάγος, -ον (Α)
σαρκοφάγος, σαρκοβόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο
βλ. κρεο- + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτο-φάγος.

German (Pape)

p. = κρεωφάγος.