κρεοκοπέω

English (LSJ)

cut up like meat: hence, hack in pieces, κ. δυστήνων μέλη A.Pers.463; μέλη ξένων E.Cyc.359 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

κρεοκοπῶ :
couper de la chair en morceaux ou couper de la viande en morceaux, dépecer.
Étymologie: κρεοκόπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοκοπέω κρεοκόπος fijn hakken.

German (Pape)

κρεωκοπέω, bessere attische Form; μέλη Aesch. Pers. 455, wie Eur. Cycl. 358.

Russian (Dvoretsky)

κρεοκοπέω: досл. разрубать мясо, (вообще) рассекать (μέλη τινός Aesch., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεοκοπέω: κόπτω εἰς τεμάχια τὰ κρέατα, κρεουργῶ, κρ. δυστήνων μέλη Αἰσχύλ. Πέρσ. 463· μέλη ξένων Εὐρ. Κύκλ. 359· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

Greek Monotonic

κρεοκοπέω: μέλ. -ήσω, κόβω σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

κρεοκοπέω, fut. -ήσω
to cut in pieces, Aesch., Eur. [from κρεοκόπος