κρεοτομώ

Greek Monolingual

κρεοτομῶ, -έω (Μ)
κόβω το κρέας σε κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμοτομώ, υλοτομώ].