κρεπ

Greek Monolingual

και κρέπι, το
1. ακατέργαστο καουτσούκ κιτρινόλευκου χρώματος, το οποίο λαμβάνεται ύστερα από αποξήρανση θρομβωθέντος ελαστικού γαλακτώματος στον θερμό αέρα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων και ως πρώτη ύλη από ελαστικό για την κατασκευή λευκών ή ανοιχτού χρώματος διαφανών αντικειμένων
2. λεπτό μεταξωτό, βαμβακερό ή μάλλινο ύφασμα σε διαφόρους χρωματισμούς και διάφορες ποιότητες με χαρακτηριστική κυματοειδή όψη, που κατασκευάζεται με πολύ συνεστραμμένα νήματα
3. λεπτό μαύρο ύφασμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πένθιμων ταινιών ή πέπλων
4. φρ. «νήματα κρεπ» — πολύ συνεστραμμένα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. crepe < αρχ. γαλλ. cresp «κατσαρός» < λατ. crispus «σγουρός, τραχύς»].