λευκών

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 36] ῶνος, ὁ, ein Hain von Weißpappeln.

Greek (Liddell-Scott)

λευκών: -ῶνος, ὁ, (λεύκη ΙΙ) ἄλσοςδάσος ἐκ λευκῶν, Γλωσσ.