[Seite 1512] saffranfarbig, Sp.
κροκόχρως: ὁ, ἡ, ἔχων χρῶμα κρόκου, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 1.
κροκόχρως, -ωτος, ό και ἡ (Μ)αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -χρως (< χρώς «επιδερμίδα, χροιά»), πρβλ. κηρόχρως, οινόχρως].