κροκύδωση
Greek Monolingual
και κροκίδωση, η
χημ. ο διαχωρισμός σε δύο φάσεις ενός κολλοειδούς συστήματος ή ενός διαλύματος πολυμερούς υλικού ο οποίος συντελείται ως αποτέλεσμα φυσικών ή χημικών επιδράσεων, αλλ. θρόμβωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coagulation < λατ. coagulatio «πήξη»].