Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θρόμβωση

From LSJ

Greek Monolingual

η (Α θρόμβωσις) θρομβούμαι
το πήξιμο ενός υγρού σε θρόμβους
νεοελλ.
ο σχηματισμός θρόμβων στα αιμοφόρα αγγεία του οργανισμού ή στο εσωτερικό της καρδιάς εν ζωή.