κρυσταλλώνω
Greek Monolingual
και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, -όω) κρύσταλλος
μέσ. κρυσταλλοῦμαι, -όομαι
μεταβάλλομαι σε κρύσταλλο, παγώνω (α. «κατέστησε τα μέλη του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ.
β. «εύρε δ' αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα τότε και σχήμα καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)
νεοελλ.
μέσ. (κρυσταλλ.) αποκτώ κρυσταλλικότητα, αποκτώ κρυσταλλική δομή
νεοελλ.-μσν.
μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, καταψύχω, παγώνω.