κρυσταλλικότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. ιδιότητα της οργανικής και ανόργανης ύλης να εμφανίζεται υπό κρυσταλλική μορφή
2. χημ. ιδιότητα τών πολυμερών η οποία συνίσταται στην ύπαρξη κανονικής διάταξης μεταξύ τών μακρομορίων μιας πολυμερούς ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cristallinite < γαλλ. cristallin < λατ. cristallinus < κρυστάλλινος.