κρυψίποθος
English (LSJ)
κρυψίποθον, with concealed longing, EM543.48.
German (Pape)
[Seite 1517] seine Sehnsucht, Liebe verheimlichend, E. M. 543, 48.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίποθος: -ον, ἔχων κρυφίους πόθους καὶ κρύπτων αὐτούς, Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 48.
Greek Monolingual
κρυψίποθος, -ον (Α)
αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -πόθος (< ποθῶ), πρβλ. λυσίποθος, τηξίποθος].