τηξίποθος

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηξῐποθος Medium diacritics: τηξίποθος Low diacritics: τηξίποθος Capitals: ΤΗΞΙΠΟΘΟΣ
Transliteration A: tēxípothos Transliteration B: tēxipothos Transliteration C: tiksipothos Beta Code: thci/poqos

English (LSJ)

τηξίποθον, wasting with desire, Ἔρωτες Crates Theb.5a.

German (Pape)

[Seite 1108] durch Sehnsucht oder Verlangen schmelzend, verzehrend, ἔρωτες, Crates bei Clem. Al. p. 492.

Greek (Liddell-Scott)

τηξίποθος: -ον, ὁ τῷ πόθῳ τήκῳν, ἔρωτες Κράτ. Θηβ. παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 492.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που λειώνει, που φθείρει κάποιον μέσω του πόθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τήκω + πόθος (πρβλ. λυσίποθος)].