τηξίποθος
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
τηξίποθον, wasting with desire, Ἔρωτες Crates Theb.5a.
German (Pape)
[Seite 1108] durch Sehnsucht oder Verlangen schmelzend, verzehrend, ἔρωτες, Crates bei Clem. Al. p. 492.
Greek (Liddell-Scott)
τηξίποθος: -ον, ὁ τῷ πόθῳ τήκῳν, ἔρωτες Κράτ. Θηβ. παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 492.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που λειώνει, που φθείρει κάποιον μέσω του πόθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τήκω + πόθος (πρβλ. λυσίποθος)].