κρυψώνας

Greek Monolingual

και κρυψιώνας, ο, και κρυψώνα και κρυψιώνα, η
τόπος όπου κρύβεται ή μπορεί να κρυφτεί κάποιος, κρύπτη, κρησφύγετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. κρύψις, ἔκρυψ-α, αόρ. του κρύβω) + κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελώνας, στρατώνας). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό].