κρυώδης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1517] ες, frostartig, eisig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); καὶ ψυχρὰ δύναμις Plut. Symp. 3, 5, 2.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
κρυώδης: -ες, (εἶδος) παγετώδης, ψυχρός, Πλούτ. 2. 653Α, Πολυδ. Ε΄, 109.
Greek Monolingual
ες (Α κρυώδης)
κρύος, ψυχρός, παγερός, παγετώδης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικώδης, αποτρόπαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος-(II) + κατάλ. -ώδης].