κτηνωδία

German (Pape)

[Seite 1519] ἡ, das Viehische, die Viehmäßigkeit, bes. viehische Dummheit, Brutalität, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνωδία: ἡ, τό κτηνῶδες, Γεώργ. Πισίδ. περὶ Ματ. 72.

Greek Monolingual

και χτηνωδία, η (AM κτηνωδία, Α και κτηνώδεια) κτηνώδης
η κατάσταση του κτηνώδους
νεοελλ.-μσν.
ηθική πώρωση, βαναυσότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά.