κτῆμι

French (Bailly abrégé)

seul. ao.2 Act. ἔκταν, -ας, -α, -αμεν, 2ᵉ pl. inus., 3ᵉ pl. ἔκταν ; sbj. 1ᵉ pl. ion. κτέωμεν, inf. κτάμεναι, part. κτάς, Moy. ao.2 ἐκτάμην > inf. κτάσθαι, part. κτάμενος;
c. κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

κτῆμι: (только aor. 2 ἔκτᾰν, inf. κτάμεναι, part. κτάς, эп.-ион. 1 л. pl. conjct. κτέωμεν; med.: aor. 2 ἐκτάμην, inf. κτάσθαι, part. κτάμενος) эп. = κτείνω.