κυάθιο

Greek Monolingual

το (Α κυάθιον και κυάθειον) κύαθος
μικρό κύπελλο, φλιτζάνι, ποτηράκι («εἴρηκε καὶ κυάθιον δι' ἀργύρου, ᾧ τὸ μύρον ἐγχέομεν», Φερεκρ.)
νεοελλ.
βοτ. τύπος ταξιανθίας που απαντά στα είδη της οικογένειας ευφορβιίδες.