κυνήγημα

Greek Monolingual

το (Μ κυνήγημα) κυνηγώ
η κατά πόδας καταδίωξη, κυνηγητό
νεοελλ.
μτφ. επίμονη αναζήτηση ή επιδίωξη («το κυνήγημα του πλούτου και της δόξας»).