κυνηγητό
Greek Monolingual
το
1. κυνήγημα, καταδίωξη
2. είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο τα παιδιά τρέχουν και προσπαθούν να πιάσει το ένα το άλλο
3. μτφ. επίμονη και συστηματική επιδίωξη ή αναζήτηση («μετά από πολύ κυνηγητό κατόρθωσα και βρήκα τα στοιχεία που χρειαζόμουν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του ρηματ. επιθ. κυνηγητός του ρ. κυνηγώ].