κυπαρισσόλικος

Greek Monolingual

κυπαρισσόλικος, -ον (Μ)
αυτός που είναι ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπαρίσσι + ἡλικία.