κυπαρίσσι
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
το (AM κυπαρίσσιον, Μ και κυπαρίσσιν)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) ευθυτενής και λυγερός («έχει κορμί κυπαρίσσι»)
2. φρ. «τον πήγανε στα κυπαρίσσια» — τον θάψανε
νεοελλ.-μσν.
ονομασία, κοινή σήμερα, τών ειδών του γένους γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών cupressus, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες
αρχ.
(υποκορ. του κυπάρισσος) μικρό κυπαρίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος.
ΠΑΡ. νεοελλ. κυπαρισσάκι, κυπαρισσένιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κυπαρισσοβεργόλικος, κυπαρισσοβεργόλυγος, κυπαρισσόλικος
μσν.- νεοελλ.
κυπαρισσόμηλο, κυπαρισσόξυλο, κυπαρισσόφυλλο
νεοελλ.
κυπαρισσέλαιο, κυπαρισσόχορτο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αγριοκυπάρισσο].