κυπαρίσσι

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229

Greek Monolingual

το (AM κυπαρίσσιον, Μ και κυπαρίσσιν)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) ευθυτενής και λυγερός («έχει κορμί κυπαρίσσι»)
2. φρ. «τον πήγανε στα κυπαρίσσια» — τον θάψανε
νεοελλ.-μσν.
ονομασία, κοινή σήμερα, τών ειδών του γένους γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών cupressus, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες
αρχ.
(υποκορ. του κυπάρισσος) μικρό κυπαρίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος.
ΠΑΡ. νεοελλ. κυπαρισσάκι, κυπαρισσένιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κυπαρισσοβεργόλικος, κυπαρισσοβεργόλυγος, κυπαρισσόλικος
μσν.- νεοελλ.
κυπαρισσόμηλο, κυπαρισσόξυλο, κυπαρισσόφυλλο
νεοελλ.
κυπαρισσέλαιο, κυπαρισσόχορτο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αγριοκυπάρισσο].