κυρτοκάπηλος

Greek (Liddell-Scott)

κυρτοκάπηλος: ὁ, πωλητὴς ἁλιευτικῶν σκευῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9180.

Greek Monolingual

κυρτοκάπηλος, ὁ (Α)
ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιοκάπηλος, οινοκάπηλος)].