οινοκάπηλος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
οἰνοκάπηλος, ὁ (Α)
αυτός που πουλά κρασί, που διατηρεί οινοπωλείο, οινοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κάπηλος «μικρέμπορος»].