κυσοδόχη

English (LSJ)

ἡ, a sort of stocks, Alciphr.3.72.

German (Pape)

[Seite 1538] ἡ, = κυσοχήνη, Alciphr. 3, 72.

Greek (Liddell-Scott)

κυσοδόχη: (ἢ -δόκη), ἡ, εἶδος ξυλίνου δεσμοῦ ἢ κολαστηρίου, Ἀλκίφρων 3. 72· πρβλ. κύφων ΙΙ.

Greek Monolingual

κυσοδόχη, ἡ (Α)
είδος ξύλινου δεσμού ή βασανιστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιοδόχη, καπνοδόχη].