κυσός
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ὁ,
A = κύσθος, 1, Hsch.
II = πυγή, Id.
III = κύστις, Herod.2.44, Lyr.Adesp.25. [ῡ Herod.l.c., prob. in Call.Iamb.1.159; ῠ dub. in Lyr.Adesp. l.c.; κῦσος Theognost.Can.72.]
German (Pape)
[Seite 1538] ὁ, = κύσθος, von VLL. πυγή u. γυναικεῖον αἰδοῖον erkl. Es hängt mit κύω zusammen. Vgl. κύσθος, κύστις, κύτος, κύσσαρος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 = κύσθος Hsch;
2 = πυγή Hsch;
3 = κύστις HDT.
Étymologie: DELG cf. lat. cunnus.
Greek (Liddell-Scott)
κυσός: ὁ, (κύω) «γυναικεῖον αἰδοῖον» Ἡσύχ. ΙΙ. = πυγὴ παρὰ τῷ αὐτῷ.
Greek Monolingual
κυσός, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) κύσθος, αιδοίο
β) «πυγή»
2. κύστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κύσθος (Ι)].