κυσοχήνη
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ἡ,
A = κυσοδόχη, Hsch.
II = εὐρυπρωκτία, Id., Phot.
German (Pape)
[Seite 1538] ἡ, = κυσοδόχη, ein Holz, Stock, in od. an den Sclaven (auch πόρναι ἁμαρτάνουσαι, VLL.) gebunden wurden, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κυσοχήνη: ἡ, «ξύλον ἐν ᾧ ἁμαρτάνουσαι αἱ πόρναι ἐδεσμεύοντο» Ἡσύχ. ΙΙ. = εὐρυπρωκτία, ὁ αὐτ., Φώτ.
Greek Monolingual
κυσοχήνη, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) κυσοδόχη
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) ευρυπρωκτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + -χήνη (< θ. χην- του χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ-χην-α), πρβλ. καταχήνη].