κυσολέσχης

English (LSJ)

κυσολέσχου, ὁ, obscene talker, Com.Adesp.1066.

German (Pape)

[Seite 1538] ὁ, Zotenreißer, der von obscönen Dingen spricht, Eust. 746, 17.

Greek (Liddell-Scott)

κυσολέσχης: -ου, ὁ, ἄνθρωπος αἰσχρορρήμων, αἰσχρολόγος, Εὐστ. 746. 14.

Greek Monolingual

κυσολέσχης, ὁ (AM)
αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + -λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. μυθολέσχης, χρησμολέσχης.