κωλυσιεργία

German (Pape)

[Seite 1543] ἡ, Hinderung der Arbeit, Störung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσιεργία: ἡ, τὸ κωλυσιεργεῖν, παῦσις, διακοπὴ ἔργου, μνημονεύεται ἐκ τῆς Εὐδοξίας.

Greek Monolingual

η κωλυσιεργώ
1. παρεμβολή εμποδίων στη συντέλεση ενός έργου ή μιας διαδικασίας ή στη διακπεραίωση μιας υπόθεσης
2. σκόπιμη παρεμπόδιση τών εργασιών επιτροπής, συνεδρίου, βουλής ή άλλου σώματος ώστε να μη ληφθούν αποφάσεις ή να καθυστερήσει η λήψη τους.