κωλυσιεργώ
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
(Α κωλυσιεργῶ, -έω) κωλυσιεργός
νεοελλ.
1. παρεμβάλλω εμπόδια στην εξέλιξη τών εργασιών συνελεύσεως, βουλής ή άλλου σώματος
2. παρακωλύω τη συντέλεση ενός έργου
αρχ.
εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι.