κωλυσιεργώ

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

(Α κωλυσιεργῶ, -έω) κωλυσιεργός
νεοελλ.
1. παρεμβάλλω εμπόδια στην εξέλιξη τών εργασιών συνελεύσεως, βουλής ή άλλου σώματος
2. παρακωλύω τη συντέλεση ενός έργου
αρχ.
εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι.