κωμοπλήξ
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, ἡ, revel-smitten, i.e. inebriated, Hdn.Gr.1.46.
German (Pape)
[Seite 1544] ῆγος, ὁ, trunken von einem Gelage, neben μεθυπλήξ Arcad. p. 19, 6.
Greek (Liddell-Scott)
κωμοπλήξ: ὁ, ἡ, πληγεὶς ὑπὸ κώμου, δηλ. μεθυσμένος, Ἀρκάδ. 19.
Greek Monolingual
κωμοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μέθυσε σε γλέντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνοπλήξ, ονειροπλήξ].