κωφάω
English (LSJ)
(κωφός)
A make dumb, silence, πᾶσαν ἰωήν Opp.C.3.286:—Pass., grow dumb or deaf, become stupid, ὑπ' ἀπαιδευσίας κεκωφημένος Clearch.6.
II generally, maim, injure, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1547] stumm machen, übertäuben; τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾶσαν ἰωήν Opp. Cyn. 3, 286; – taub machen, betäuben; τὸν ὑπ' ἀπαιδευσίας κεκωφημένον τῶν ὤτων ἐξελκύσας Clearch. bei Ath. XII, 516 b. – Auch κωφέω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κωφάω: μέλλ. –ήσω, (κωφὸς) κάμνω τινὰ νὰ σιωπήσῃ, δι’ ἰσχυρῶν κραυγῶν καταπνίγω τὴν φωνὴν αὐτοῦ, Ὀππ. Κ. 3. 286. ― Παθ. γίνομαι βωβὸς ἢ κωφός, γίνομαι βλάξ, ὑπ’ ἀπαιδευσίας Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 516Β. ΙΙ. καθόλου, ἀμβλύνω, βλάπτω, Ἡσύχ. πρβλ. Pors. Or. 1279.