κόπια

Greek Monolingual

(I)
η (Μ κόπια)
πανομοιότυπο εγγράφου, εντύπου ή ζωγραφικού έργου, αντίτυπο, αντίγραφο
νεοελλ.
1. το αντιγραφικό πιεστήριο, το μηχάνημα που βγάζει αντίγραφα
2. καθετί που απομιμείται κάτι
3. εμπορικό βιβλίο που περιέχει αντίγραφα επιστολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. copia].
(II)
τα
κόπος
(τ. πληθ. του κόπος)
1. οι κόποι
2. η αμοιβή που δίνεται σε κάποιον για την εργασία που προσέφερε.