κόπρωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, dunging, manuring, Thphr. HP 2.7.1.

German (Pape)

[Seite 1484] ἡ, das Düngen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κόπρωσις: -εως, ἡ, κόπρισις, λιπασμός, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 1.

Greek Monolingual

κόπρωσις, ἡ (Α) κοπρώ
η λίπανση της γης, το κόπρισμα.