Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(Α κοπρῶ, -όω) κόπρος (Ι)]ρυπαίνω κάτι με κόπρανα, πασσαλείφω με ακαθαρσίες.