κόπτρα

English (LSJ)

τά, wages for cutting, ἀράκου PLond.3.1171 (i B. C.), cf. PLips.106.7 (i A. D.).

Greek Monolingual

κόπτρα, τὰ (Α)
κόπτω
η αμοιβή για το κοπάνισμα του σιταριού με την κοπτούρα.