Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κύνιψ
Greek Monolingual
ο ζωολ.γένος παράσιτων υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας cynipidae που δημιουργούν τις κηκίδες επάνω στα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynips< λατ. cinyphes<κνίψ, κνιπός «σκνίπα»].