κύτταρο
Greek Monolingual
το (Α κύτταρον)
νεοελλ.
1. βιολ. δομική και λειτουργική μονάδα που αποτελεί το βασικό συστατικό στοιχείο κάθε έμβιου όντος
2. φρ. «φωτοηλεκτρικό κύτταρο» — διάταξη που μετατρέπει τη φωτεινή ακτινοβολία σε ηλεκτρική ενέργεια
αρχ.
κύτταρος, κυψέλη κηρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κύτταρος, με αλλαγή γένους].