λάδωμα

Greek Monolingual

το λαδώνω
1. επάλειψη ή επίχριση με λάδι
2. λέκιασμα από λάδι
3. η λίπανση τμημάτων μηχανής με έγχυση μηχανελαίου
4. μτφ. δωροδοκία για προσωπική εξυπηρέτηση.