λέπος

English (LSJ)

εος, τό, (λέπω) rind, husk, scale, Alex.266.7, Dsc.1.40; κυάμου Luc.Icar.19; σταφίδος Nic.Th.943; ἰχθύων λέπη Poll.6.51, 94.

German (Pape)

[Seite 29] τό, Rinde, Schale, wie λεπίς; σταφίδος, Nic. Ther. 943; κυάμου, Luc. Icarom. 19; ἰχθύων, Schuppen, Poll. 6, 51. 94.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
cosse de fève.
Étymologie: R. Λεπ, cf. λέπω.

Russian (Dvoretsky)

λέπος: εος τό λέπω оболочка, кожица или стручок (κυάμου Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

λέπος: τό, (λέπω) λεπίς, φλοιός, «λέπι», Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9· κυάμου Λουκ. Ἰκαρ. 19· σταφίδος Νικ. Θηρ. 943· ἰχθύων λέπη Πολυδ. ϛʹ, 51, 94.

Greek Monolingual

το (Α λέπος) λέπω
λέπι ή φολίδα
αρχ.
φλοιός, κέλυφος («κυάμου λέπος», Λουκ.).