και λίγκι, τὸ (Μ λίγκιον)ο μίσχος, ο ποδίσκος, κν. κοτσάνι του σταφυλιού, κυρίως της σταφίδας, αλλά και του αχλαδιού κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑλίκιον, υποκορ. του ἕλιξ.